πάνδημος

πάνδημος
παν-δήμιος, u. πάν-δημος, im ganzen Volke, öffentlich, ganz allgemein; ἦμαρ, ἑορτή, allgemeiner Festtag; ἄγρη, allgemeiner, reichlicher Fang

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Πάνδημος — the whole body of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνδημος — the whole body of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνδημος — Επίθετο της Αφροδίτης στην Αθήνα, το ναό της οποίας έχτισε –σύμφωνα με την παράδοση– ο Σόλωνας από τα χρήματα των εταίρων. Στην Ήλιδα υπήρχε χάλκινο άγαλμα της θεάς κατασκευασμένο από τον Σκόπα. Η Π. Αφροδίτη λατρευόταν επίσης στη Θήβα και στη… …   Dictionary of Greek

  • πάνδημος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλο το δήμο, δηλ. το λαό, ή γίνεται με τη συμμετοχή όλου του λαού: Πάνδημος εορτασμός της απελευθέρωσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πάνδημος, Αντώνιος — (17ος αι.). Λυρικός ποιητής από την Κρήτη στα τελευταία χρόνια της ενετοκρατίας και στα πρώτα της τουρκοκρατίας στην πατρίδα του. Μερικοί τον ονομάζουν Πανδίνο. Το 1619, όταν σπούδαζε στην Πάντοβα, έγιναν στο Ρέθυμνο οι γάμοι της Καλιέργας ή… …   Dictionary of Greek

  • πανδήμως — πάνδημος the whole body of adverbial πάνδημος the whole body of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνδημον — πάνδημος the whole body of masc/fem acc sg πάνδημος the whole body of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πανδήμοιο — Πάνδημος the whole body of masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδήμοιο — πάνδημος the whole body of masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πανδήμοις — Πάνδημος the whole body of masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδήμοις — πάνδημος the whole body of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”